κυστόπους

κυστόπους
ο
βοτ. άλλη ονομασία τού γένους άλμπουγκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cystopus < cyst(o)- (πρβλ. κυστε[ο]-) + -pus < πούς, ποδός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κυστε(ο)- — και κυστ(ο) και κυστι πρώτα συνθετικά όρων τής ιατρικής, βοτανικής, ζωολογίας και βιοχημείας που ανάγονται στον τ. κύστις και σχηματίστηκαν από τη γεν. κύστεως οι όροι αυτοί είναι κατά κανόνα αντιδάνειοι και αναφέρονται είτε στην ουροδόχο κύστη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”